στοιχείο

στοιχείο
Χρησιμοποιείται συνηθέστερα στον πληθυντικό: στοιχειά. Όντα της νεοελληνικής λαϊκής μυθολογίας. Σύμφωνα με τις παλιότερες λαϊκές παραδόσεις, σ. έχουν τα σπίτια, οι σπηλιές, τα χωράφια, τα πηγάδια. Συνήθως βγαίνουν τη νύχτα, με διάφορες μορφές: ως φίδι, γουστέρα, ανθρωπάκος, αράπης κ.ά. Κατά κανόνα δεν είναι βλαπτικά όντα αλλ’ αντίθετα φέρνουν την ευτυχία. Γι’ αυτό πιστεύουν πως «όταν παρουσιαστεί τέτοιο ζώο, που φαίνεται πως είναι στοιχειό, είναι αμαρτία και δεν βγαίνει σε καλό, αν του κάμει κανείς τίποτε, γι’ αυτό το αφήνουν να πηγαίνει όπου θέλει και να κάνει ό,τι θέλει». Σπουδαία διαπραγμάτευση των λαϊκών παραδόσεων για τα σ., από λαογραφικής και εθνολογικής άποψης, έκανε ο Ν.Γ. Πολίτης, στο δεύτερο τόμο των Παραδόσεων του.
* * *
το / στοιχεῑον ΝΜΑ
1. κάθε φυσική δύναμη, όπως είναι ο κεραυνός, η θύελλα, η τρικυμία, ο σεισμός, που ενεργεί αυτόματα (α. «το υγρό στοιχείο» β. «μαίνονται τα στοιχεία τής φύσης» γ. «ἀνηλεὲς στοιχεῑον» — ενν. η θάλασσα, Βάβρ.δ. «αἰθὴρ, κόσμου στοιχεῑον ἄριστον», Ορφ. Ύμν.)
2. (στην αρχαία φυσική φιλοσ.) καθένα από τα απλούστατα συστατικά μέρη τού φυσικού κόσμου τα οποία ονομάζονταν και ριζώματα, καθεμία από τις πρώτες αρχές και αιτίες τών όντων (α. «αέρας, γη, νερό, φωτιά, στοιχεία αχάλαστα και αρχή και τέλος τών πραγμάτων», Παλαμ.
β. «τα πρώτα οἱονπερεὶ στοιχεῑα, ἐξ ὧν ἡμεῑς τε συγκείμεθα καὶ τἆλλα», Πλάτ.
γ. «στοιχεῑα τοῡ παντός», Πλάτ.
δ. «τὰ στοιχεῑα ὕλη τῆς οὐσίας», Αριστοτ.)
3. θεμελιώδης αρχή κάθε επιστήμης (α. «στοιχεία Φιλοσοφίας» β. «στοιχεῑα Γεωμετρίας»)
4. βασική αρχή ενός πράγματος (α. «απαραίτητο στοιχείο ευνομούμενης πολιτείας» β. «διδάσκειν ὑμᾱς τίνα τὰ στοιχεῑα τῆς ἀρχῆς τῶν λογίων τοῡ Θεοῡ», ΚΔ
γ. «στοιχεῑα πρῶτα και μέγιστα χρηστῆς πολιτείας», Ισοκρ.)
5. (στον πληθ. ως κύριο όν.) Στοιχεία
τίτλος τού περιώνυμου συγγράμματος τού Ευκλείδη
νεοελλ.
1. καθένα από τα απλά μέρη ή συστατικά από τα οποία αποτελείται ένα συγκεκριμένο ή αφηρημένο σύνολο, τμήμα ενός όλου ως οργανική μονάδα (α. «στοιχεία μηχανής» β. «τα ξένα στοιχεία που παρεισέφρησαν στην ελληνική γλώσσα» γ. «δεν υπάρχουν στοιχεία ενοχής»)
2. καθετί που συντελεί στη δημιουργία μιας κατάστασης, ενός αποτελέσματος, ή συμβάλλει στην επίτευξη ενός σκοπού (α. «σημαντικό στοιχείο προόδου» β. «απαραίτητο στοιχείο επιτυχίας»)
3. πρόσωπο, άτομο ως παράγοντας θετικής ή αρνητικής κοινωνικής ή πολιτικής δράσης (α. «στοιχείο μαχητικό και επαναστατικό» β. «κακοποιό στοιχείο» γ. «συντηρητικό στοιχείο»)
4. φυσικό ή ευνοϊκό περιβάλλον για την ύπαρξη, την ευδοκίμηση ή την ελεύθερη δράση («μέσα στη βουλή βρίσκεται στο στοιχείο του»)
5. καθένα από τα γράμματα τού αλφαβήτου (α. «μικρά ή κεφαλαία στοιχεία» β. «το στοιχείο Κ»)
6. καθένας από τους χρησιμοποιούμενους τυπογραφικούς χαρακτήρες (α. «στοιχεία τών 8 στιγμών» β. «πλάγια στοιχεία»)
7. χημ. κάθε απλό σώμα που αποτελείται από όμοια άτομα τα οποία δεν διασπώνται σε άλλα απλούστερα συστατικά με κανένα φυσικό ή χημικό μέσο, όπως είναι ο σίδηρος, ο χρυσός, το οξυγόνο κ.ά. και που μαζί με άλλα απλά σώματα σχηματίζει χημικές ενώσεις
8. μαθ. α) συστατικό ενός γεωμετρικού σχήματος («τα έξι κύρια στοιχεία ενός τριγώνου είναι οι πλευρές και οι γωνίες του»)
β) (στη θεωρία τών συνόλων) καθένα από τα αντικείμενα ή τα επινοήματα που αποτελούν το σύνολο (α. «αντίθετο στοιχείο» β. «αντίστροφο στοιχείο» γ. «μηδενικό στοιχείο» δ. «μοναδιαίο στοιχείο»)
9. στρ. α) το μικρότερο οργανικό τμήμα τού στρατεύματος και γενικά καθένα από τα μέρη από τα οποία αποτελείται ένα στρατιωτικό τμήμα, οποιοδήποτε σχηματισμό κι αν έχει
β) το πολυβόλο με το προσωπικό του ή ένα πυροβόλο με το βλητοφόρο του όχημα
10. (ηλεκτρ.) συσκευή που προκαλεί ηλεκτρικό ρεύμα σε ένα κύκλωμα
11. (φιλοσ.) (σύμφωνα με τον Χέγκελ) το υλικό μέσο που περιβάλλει και διαποτίζει μια πραγματική οντότητα (α. «στοιχείο τής αναπαράστασης» β. «στοιχείο τής καθαρής σκέψης» γ. «στοιχείο τής αυτοσυνείδησης»)
12. φρ. α) «ηλιακό στοιχείο»
(ηλεκτρ.) συσκευή που αποτελείται από ένα σύνολο ημιαγωγών συνδεδεμένων έτσι, ώστε η ηλιακή ενέργεια να μετατρέπεται άμεσα σε ηλεκτρική ενέργεια
β) «στοιχείο 106»
(χημ.-φυσ.) ραδιενεργό υπερουράνιο χημικό στοιχείο τής ομάδας Vlb τού περιοδικού συστήματος το οποίο παράγεται μόνο τεχνητά μέσω κατάλληλων πυρηνικών αντιδράσεων
γ) «στοιχείο 107»
(χημ.-φυσ.) ραδιενεργό υπερουράνιο χημικό στοιχείο τής ομάδας Vllb τού περιοδικού συστήματος το οποίο παράγεται μόνο τεχνητά μέσω κατάλληλων πυρηνικών αντιδράσεων
δ) «στοιχείο 108»
(χημ.-φυσ.) ραδιενεργό υπερουράνιο χημικό στοιχείο τής ομάδας VIII τού περιοδικού συστήματος
ε) «στοιχείο 109»
(χημ.-φυσ.) ραδιενεργό υπερουράνιο χημικό στοιχείο τής ομάδας VIII τού περιοδικού συστήματος τού οποίου έχει ανακοινωθεί η τεχνητή παραγωγή
στ) «ηλεκτροχημικό στοιχείο»
(ηλεκτρ.) i) σύνολο ή συγκρότημα δύο ή περισσότερων στοιχείων τα οποία μετατρέπουν τη χημική ενέργεια κατευθείαν σε ηλεκτρική ενέργεια, αλλ. μπαταρία ή συστοιχία ή συσσωρευτής
ii) ένα μόνο στοιχείο το οποίο μετατρέπει χημική ενέργεια κατευθείαν σε ηλεκτρική ενέργεια, όπως είναι η βολταϊκή στήλη, στην οποία συντελούνται χημικές αντιδράσεις που ελευθερώνουν ηλεκτρόνια από τον έναν πόλο τού στοιχείου, την άνοδο, τα οποία οδεύουν προς τον άλλο πόλο, την κάθοδο
ζ) «στοιχείο καυσίμου»
(ηλεκτρ.) συσκευή με την οποία παράγεται ηλεκτρικό ρεύμα κατευθείαν από την αντίδραση ενός αερίου ή υγρού καυσίμου με οξυγόνο
η) «στοιχείο τροχιάς»
αστρον. συνοπτική ονομασία τών παραμέτρων οι οποίες επιτρέπουν τον καθορισμό τής τροχιάς ενός ουράνιου σώματος και τη θέση του πάνω στην τροχιά του
μσν.
1. στοιχειωμένο μνημείο για φύλαξη τόπου («ὑποκάτω δὲ κίονος τοῡ φόρου ἐτέθη καὶ τὸ Παλλάδιον στοιχεῑον», Κωδιν.)
2. (ιδίως στον πληθ.) τὰ στοιχεῑα
σκοτεινές δυνάμεις, δαιμόνια και υπερφυσικά όντα, στοιχειά
αρχ.
1. ο στύλος, ο γνώμονας ηλιακού ρολογιού που με την σχηματιζόμενη σκιά του έδειχνε την ώρα
2. συνεκδ. η σκιά (α. «στοιχεῑον
ἡ σκιά», Φιλήμ.
β. «ὅταν ᾖ δεκάπουν τὸ στοιχεῑον» — όταν η σκιά είναι δέκα ποδών, Αριστοφ.)
3. απλούστατο συστατικό τού λόγου, στοιχειώδης ήχος τής φωνής που θεωρείται ως στοιχειώδες μέρος τής γλώσσας, φθόγγος, σε αντιδιαστολή προς το γράμμα (α. «φωνῆς στοιχεῑα καὶ ἀρχαὶ δοκοῡσιν εἶναι ταῡτ' ἐξ ὦν σύγκεινται αἱ φωναὶ πρῶτον», Αριστοτ.
β. «στοιχεῑόν ἐστι φωνὴ ἀδιαίρετος», Αριστοτ.
γ. «τὰ τῶν γραμμάτων στοιχεῑά τε καὶ συλλαβάς», Πλάτ.)
4. μονάδα
5. σημείο
6. γραμμή
7. επιφάνεια
8. κύκλος
9. αστερισμός τού ζωδιακού κύκλου («ἔχων ἐνυφασμένα τὰ δώδεκα στοιχεῑα», Διογ. Λαέρτ.)
10. ουράνιο σώμα και κυρίως πλανήτης («οὐρανίων ἄστρων στοιχεῑα», Μαν.)
11. στον πληθ. α) (λογ.) οι πρώτοι συλλογισμοί
β) (ρητ.) κοινοί τόποι
12. φρ. α) «στοιχεῑα τοῡ λόγου ἤ τῆς λέξεως»
γραμμ. τα μέρη τού λόγου
β) «κατὰ στοιχεῑον» — κατά αλφαβητική σειρά (Ανθ. Παλ.)
γ) «ἀκουόμενα στοιχεῑα» — τα προφερόμενα γράμματα (Απολλ. Δύσκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < στοῖχος (για τη σημ. τής λ. βλ. λ. στείχω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • στοιχειό — Χρησιμοποιείται συνηθέστερα στον πληθυντικό: στοιχειά. Όντα της νεοελληνικής λαϊκής μυθολογίας. Σύμφωνα με τις παλιότερες λαϊκές παραδόσεις, σ. έχουν τα σπίτια, οι σπηλιές, τα χωράφια, τα πηγάδια. Συνήθως βγαίνουν τη νύχτα, με διάφορες μορφές: ως …   Dictionary of Greek

  • στοιχείο — το 1. συστατικό μέρος, καθένα από τα απλά μέρη από τα οποία αποτελείται ένα πράγμα: Έλαβε υπόψη του όλα τα στοιχεία αυτής της υπόθεσης. – Βρήκε τα καλολογικά στοιχεία αυτού του ποιήματος. 2. απλό σώμα: Το οξυγόνο ανήκει στα αμέταλλα στοιχεία. 3.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στοιχειό — το υπερφυσικό ον, ξωτικό, δαιμονικό: Σε αυτό το σπίτι υπάρχει στοιχειό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ηλιακό στοιχείο — Συσκευή που χρησιμοποιείται για την άμεση μετατροπή της προσπίπτουσας ηλιακής ακτινοβολίας ή άλλης προέλευσης φωτεινής ενέργειας σε ηλεκτρική ενέργεια. Είναι ένα φωτοβολταϊκό στοιχείο, στο οποίο η επαφή των ημιαγωγών έχει επιφάνεια με μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • γραμμικό στοιχείο — Αν θεωρηθεί μία διαφορική εξίσωση της μορφής: ψ’ = f (χ,ψ) | Τ (= τόπος) συνεχής (1) και υποτεθεί ότι ∀ (ξ, n) ∈ Τ περνά ακριβώς μία λύση της, τότε είναι φανερό ότι ∀ (χ,ψ) ∈ Τ ορίζεται από την (1) μία κλίση ψ = f (χ,ψ). Η τριάδα (χ,ψ, f (χ,ψ))… …   Dictionary of Greek

  • άτομο — Στοιχείο της φύσης που η επισήμανσή του σχετίζεται με την ιδέα του αδιαίρετου της ύλης. Ά. είναι το μικρότερο μέρος ενός στοιχείου, το οποίο διατηρεί τις ιδιότητές του και μένει αμετάβλητο στις συνήθεις χημικές αντιδράσεις. Ετυμολογικά ο όρος ά.… …   Dictionary of Greek

  • κόσμημα — Στοιχείο διακόσμησης που χρησιμοποιείται για να προσθέσει κάλλος και κομψότητα, χωρίς να παρουσιάζει ιδιαίτερα πρακτική χρησιμότητα. εθνολογία και λαϊκός πολιτισμός. Το κ. αποτελεί στοιχείο που προστίθεται για να διακοσμήσει τα εργαλεία, τα σκεύη …   Dictionary of Greek

  • αντιμόνιο — Στοιχείο της πέμπτης ομάδας του περιοδικού συστήματος με σύμβολο Sb, από το λατινικό stibium. Έχει ατομικό αριθμό 51. Γνωστό από την πιο μακρινή αρχαιότητα ως προϊόν της αναγωγής του ορυκτού αντιμονίτη ή ως θειούχο α. (Sb2S3), θεωρήθηκε ένα είδος …   Dictionary of Greek

  • κόππα — Στοιχείο του αρχαίου ελληνικού αλφάβητου. Βρισκόταν ανάμεσα στο πι και στο ρο και αντιστοιχούσε με το φοινικοεβραϊκό κοφ και το λατινικό Q. Συμβολιζόταν με έναν κύκλο επάνω σε μια κάθετη γραμμή (|) και το χρησιμοποιούσαν, μαζί με το ομόφωνό του… …   Dictionary of Greek

  • πρόθημα — Στοιχείο που προτάσσεται σε ένα όνομα ή σε ένα ρήμα και που η λειτουργία του είναι μορφολογική ή σημασιολογική. Στην αρχαία ελληνική, τυπικά π. είναι η αύξηση (ένδειξη των παρωχημένων ρηματικών χρόνων) και ο αναδιπλασιασμός (ένδειξη των ρηματικών …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”